- κύρειος
- κύρειος, -εία, -ον (Α) [Κύρος]αυτός που ανήκει στον Κύρο ή έχει σχέση με τον Κύρο («εἰσπίπτει εἰς τὸ Κύρειον στρατόπεδον», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κύρειος — of Cyrus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρείων — Κύρειος of Cyrus fem gen pl Κύρειος of Cyrus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύρειον — Κύρειος of Cyrus masc acc sg Κύρειος of Cyrus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρείαις — Κύρειος of Cyrus fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρείοις — Κύρειος of Cyrus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρείοισι — Κύρειος of Cyrus masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρείους — Κύρειος of Cyrus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρείῳ — Κύρειος of Cyrus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύρειοι — Κύρειος of Cyrus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρεία — Κυρείᾱ , Κύρειος of Cyrus fem nom/voc/acc dual Κυρείᾱ , Κύρειος of Cyrus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)